- ἀποκρέμασις
- ἀπο-κρέμᾰσις, εως, ἡ,A hanging down, Aët.3.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποκρέμασιν — ἀποκρέμασις hanging down fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)